Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προτακτικό τα προτακτικά
      γενική του προτακτικού των προτακτικών
    αιτιατική το προτακτικό τα προτακτικά
     κλητική προτακτικό προτακτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προτακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προτακτικός < (ελληνιστική κοινήπροτακτικός < αρχαία ελληνική προτάσσω (θέτω μπροστά) < πρό + τάσσω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προτακτικό ουδέτερο

  1. (γραμματική) φωνήεν (συχνά άλφα ή γιώτα) που προτάσσεται, δηλαδή μπαίνει στην αρχή μιας λέξης που αρχίζει από σύμφωνο. Συνήθως μπαίνει για ευφωνία ή για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση και το αντίστοιχο φαινόμενο λέγεται πρόταξη, π.χ.
    α- + βασκάνω= αβασκάνω
  2. άκλιτα που προτάσσονται κυρίων ονομάτων σε χαλαρά σύνθετα[1]
    1. που ακολουθούνται από ενωτικό:
      Αγια-, αγια-, Αγιο-, αγιο-, Αϊ-, αϊ-, γερο-, γρια-, θεια-, κυρα-, μαστρο-, μπαρμπα-, παπα-, χατζη-
    2. που δεν παίρνουν ενωτικό
      κυρ, καπετάν, πάτερ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

προτακτικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Παπαναστασίου, Γιώργος. Νεοελληνική ορθογραφία, ιστορία, θεωρία, εφαρμογή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2008 (1η έκδοση) ΙSBN 978‑960‑231‑131‑8, σελ.394, 13.2. Ενωτικό, (3). Για τα παρατακτικά σύνθετα με ενωτικό: βλ. (4)