προτακτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπροτακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προτακτικός < (ελληνιστική κοινή) προτακτικός < αρχαία ελληνική προτάσσω (θέτω μπροστά) < πρό + τάσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροτακτικό ουδέτερο
- (γραμματική) φωνήεν (συχνά άλφα ή γιώτα) που προτάσσεται, δηλαδή μπαίνει στην αρχή μιας λέξης που αρχίζει από σύμφωνο. Συνήθως μπαίνει για ευφωνία ή για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση και το αντίστοιχο φαινόμενο λέγεται πρόταξη, π.χ.
- άκλιτα που προτάσσονται κυρίων ονομάτων σε χαλαρά σύνθετα[1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία προτακτικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπροτακτικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προτακτικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Παπαναστασίου, Γιώργος. Νεοελληνική ορθογραφία, ιστορία, θεωρία, εφαρμογή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2008 (1η έκδοση) ΙSBN 978‑960‑231‑131‑8, σελ.394, 13.2. Ενωτικό, (3). Για τα παρατακτικά σύνθετα με ενωτικό: βλ. (4)