Δείτε τις μορφές αι, αι., αϊ-, Αϊ-, άι, αἰ, αἱ, αἴ, αἶ, αἵ, ἀΐ, ἄι, ἄϊ, ἀϊ-

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αϊ- < αγι- < αγιο- < άγιος.[1][2] Προτακτικό για ονόματα αγίων.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ai̯/ (άτονη δίφθογγος· συγκρίνετε με το άι)

  Πρόθημα επεξεργασία

αϊ- άκλιτο (άτονο προτακτικό, σύντμηση του άγιος, ακολουθείται πάντα από ενωτικό)

  1. (λαϊκότροπο) άγιος (για αγιωνύμια)
    Έχω κάνει τάμα στον αϊ-Γιώργη, θα πάω ν' ανάψω λαμπάδα στην εκκλησία του Αϊ- Γιώργη.
    ※  Γεια σου, καΐκι μου, αϊ-Νικόλα (τίτλος τραγουδιού του Βασίλη Τσιτσάνη)
  2. για ονομασίες ναών και για τοπωνύμια → δείτε τη λέξη Αϊ-

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Αϊ- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αϊ-Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας