αϊ-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίααϊ- άκλιτο (άτονο προτακτικό, σύντμηση του άγιος, ακολουθείται πάντα από ενωτικό)
- (λαϊκότροπο) άγιος (για αγιωνύμια)
- ↪ Έχω κάνει τάμα στον αϊ-Γιώργη, θα πάω ν' ανάψω λαμπάδα στην εκκλησία του Αϊ- Γιώργη.
- ※ Γεια σου, καΐκι μου, αϊ-Νικόλα (τίτλος τραγουδιού του Βασίλη Τσιτσάνη)
- για ονομασίες ναών και για τοπωνύμια → δείτε τη λέξη Αϊ-
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη άγιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αϊ-
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Αϊ- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αϊ- - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας