άγιος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άγιος < ελληνιστική κοινή ἅγιος < αρχαία ελληνική ἅγιος (ιερός)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.ʝi.os/
- συλλαβισμός : ά‐γι‐ος
- ΔΦΑ : /ˈa.ʝos/ προφορικό
- συλλαβισμός : ά‐γιος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
άγιος, -α, -ο
- (θρησκεία): που έχει σχέση με το Θεό
- το Άγιο Πνεύμα
- που έχει ζήσει τη ζωή του σύμφωνα με τις οδηγίες της θρησκείας του
- ο άγιος Κωνσταντίνος, η αγία Ελένη
- που είναι πολύ καλός και ήρεμος
- είναι άγιος άνθρωπος
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
Αρχικό γράμμα (δείτε Παράρτημα:Μικρό αρχικό γράμμα)
- η αναφορά σε αγίους και οσίους και η προσφώνηση ιερέων γίνεται με πεζό αρχικό γράμμα
- ο άγιος Νικόλαος ήταν επίσκοπος στα Μύρα
- η αγία Αικατερίνη είχε μαρτυρικό θάνατο
- με κεφαλαίο αρχικό γράμμα εννοείται ναωνύμιο ή τοπωνύμιο
- παντρεύομαι στην Αγία Παρασκευή, είναι πολύ ευρύχωρη εκκλησία και θα χωρέσουν οι καλεσμέοι μου
- ο Άγιος Νικόλαος είναι μια χαριτωμένη πόλη στην Κρήτη
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- είχα/είχε άγιο: παρατρίχα την γλύτωσα/γλίτωσα
- είτε άγιος ή κανάγιας κάτι πάντοτε ζητά: τίποτα δεν προσφέρεται χωρίς αντίτιμο, τίποτα δεν είναι δωρεάν
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- άγιος στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άγιος
|
|