πανάγιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πανάγιος | η | πανάγια | το | πανάγιο |
γενική | του | πανάγιου | της | πανάγιας | του | πανάγιου |
αιτιατική | τον | πανάγιο | την | πανάγια | το | πανάγιο |
κλητική | πανάγιε | πανάγια | πανάγιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πανάγιοι | οι | πανάγιες | τα | πανάγια |
γενική | των | πανάγιων | των | πανάγιων | των | πανάγιων |
αιτιατική | τους | πανάγιους | τις | πανάγιες | τα | πανάγια |
κλητική | πανάγιοι | πανάγιες | πανάγια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈna.ʝi.os/
Επίθετο
επεξεργασίαπανάγιος, -α, -ο
- (θρησκεία): που έχει την ιδιότητα του άγιου σε εξαιρετικό βαθμό
- ο Πανάγιος Τάφος (ο τάφος του Ιησού Χριστού)