↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρισάγιο τα τρισάγια
      γενική του τρισάγιου των τρισάγιων
    αιτιατική το τρισάγιο τα τρισάγια
     κλητική τρισάγιο τρισάγια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρισάγιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τρισάγιον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρισάγιος < ελληνιστική κοινή τρισάγιος[1] < αρχαία ελληνική τρίς + ἅγιος
 
Τρισάγιο σε ορθόδοξο νεκροταφείο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾi.saˈʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐σά‐γι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρισάγιο ουδέτερο

  1. (μουσική, εκκλησιαστικός όρος) o ύμνος στην Αγία Τριάδα
  2. η δέηση υπέρ θανόντος ή θανόντων, για την ανάπαυση ψυχής

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις τρις και άγιος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. τρισάγιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.