Δείτε επίσης: Ἁγιορείτης, αγιορείτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αγιορείτης οι Αγιορείτες
      γενική του Αγιορείτη των Αγιορειτών
    αιτιατική τον Αγιορείτη τους Αγιορείτες
     κλητική Αγιορείτη Αγιορείτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αγιορείτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ἁγιορείτης < Ἅγι(ον) ὄρ(ος) + -ίτης [1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αγιορείτης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αγιορείτης οι Αγιορείτηδες
      γενική του Αγιορείτη* των Αγιορείτηδων
    αιτιατική τον Αγιορείτη τους Αγιορείτηδες
     κλητική Αγιορείτη Αγιορείτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Αγιορείτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αγιορείτης < Αγιορείτης (μοναχός)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αγιορείτης αρσενικό (θηλυκό Αγιορείτη ή Αγιορείτου)

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία