Αγιορείτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Αγιορείτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ἁγιορείτης < Ἅγι(ον) ὄρ(ος) + -ίτης [1]
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αγιορείτης αρσενικό
- (χριστιανισμός) μοναχός στο Άγιο Όρος
- άλλες μορφές: Αγιονορείτης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αγιορείτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αγιορείτης | οι | Αγιορείτηδες |
γενική | του | Αγιορείτη* | των | Αγιορείτηδων |
αιτιατική | τον | Αγιορείτη | τους | Αγιορείτηδες |
κλητική | Αγιορείτη | Αγιορείτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αγιορείτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Αγιορείτης < Αγιορείτης (μοναχός)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αγιορείτης αρσενικό (θηλυκό Αγιορείτη ή Αγιορείτου)
Μεταγραφές επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Αγιορείτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας