Αγιορείτη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αγιορείτη < γενική ενικού του αρσενικού Αγιορείτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αγιορείτη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Αγιορείτης
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Αγιορείτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Αγιορείτης