-ίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -ίτης | οι | -ίτες |
γενική | του | -ίτη | των | -ιτών |
αιτιατική | τον | -ίτη | τους | -ίτες |
κλητική | -ίτη | -ίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ίτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ίτης[1]
- για ξενόγλωσσους όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική -ite ή γερμανική -it < αρχαία ελληνική -ίτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ί‐της
Επίθημα
επεξεργασία-ίτης αρσενικό
- επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών που
- δηλώνουν ότι το πρόσωπο έχει τα χαρακτηριστικά ή ανήκει στην πρωτότυπη λέξη
- είναι κατάληξη για πατριδωνυμικά ονόματα
- είναι κατάληξη επωνύμων
- κατάληξη για μετάφαση ξένων όρων
- κατάληξη για λαϊκότροπα αρσενικά, αντί θηλυκών ουσιαστικών
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ -ίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ίτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ίτης
Επίθημα
επεξεργασία-ίτης αρσενικό
- επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών που
- δηλώνουν ότι το πρόσωπο έχει τα χαρακτηριστικά ή προέρχεται από την πρωτότυπη λέξη
- είναι κατάληξη για πατριδωνυμικά ονόματα
- αρσενικά με αλλαγή γένους από θηλυκά
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -ίτης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθημα
επεξεργασία-ίτης αρσενικό
- επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών που
- δηλώνουν ότι το πρόσωπο έχει τα χαρακτηριστικά ή προέρχεται από την πρωτότυπη λέξη
- είναι κατάληξη για πατριδωνυμικά ονόματα
- είναι κατάληξη για πατρωνυμικά ονόματα, δηλώνοντας καταγωγή
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ίτης στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ίτης @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts