Βαλαωρίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.la.oˈɾi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐λα‐ω‐ρί‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΒαλαωρίτης αρσενικό (θηλυκό Βαλαωρίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που είναι κάτοικος της Βαλαώρας Ευρυτανίας
Συγγενικά
επεξεργασία- Βαλαώρα
- Βαλαώρας
- Βαλαωρίτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βαλαωρίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βαλαωρίτης | οι | Βαλαωρίτηδες |
γενική | του | Βαλαωρίτη* | των | Βαλαωρίτηδων |
αιτιατική | τον | Βαλαωρίτη | τους | Βαλαωρίτηδες |
κλητική | Βαλαωρίτη | Βαλαωρίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Βαλαωρίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Βαλαωρίτης < πατριδωνυμικό Βαλαωρίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒαλαωρίτης αρσενικό (θηλυκό Βαλαωρίτη ή Βαλαωρίτου)