Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγιορείτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αγιορείτ
ης
οι
αγιορείτ
ες
γενική
του
αγιορείτ
η
των
αγιορειτ
ών
αιτιατική
τον
αγιορείτ
η
τους
αγιορείτ
ες
κλητική
αγιορείτ
η
αγιορείτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγιορείτης
<
αγιονορείτης
<
Άγιον Όρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγιορείτης
αρσενικό
ο
μοναχός
του Αγίου Όρους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγιορείτης
γαλλικά
:
hagiorite
(fr)