Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλόκαρδος η καλόκαρδη το καλόκαρδο
      γενική του καλόκαρδου της καλόκαρδης του καλόκαρδου
    αιτιατική τον καλόκαρδο την καλόκαρδη το καλόκαρδο
     κλητική καλόκαρδε καλόκαρδη καλόκαρδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλόκαρδοι οι καλόκαρδες τα καλόκαρδα
      γενική των καλόκαρδων των καλόκαρδων των καλόκαρδων
    αιτιατική τους καλόκαρδους τις καλόκαρδες τα καλόκαρδα
     κλητική καλόκαρδοι καλόκαρδες καλόκαρδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλόκαρδος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλόκαρδος < καλό- + (καρδι(ά) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈlo.kaɾ.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λό‐καρ‐δος

  Επίθετο επεξεργασία

καλόκαρδος, -η, -ο

  • που έχει «καλή καρδιά», που αγαπάει τους συνανθρώπους του κι έχει χαρούμενη διάθεση

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις καλός και καρδιά

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία