καλόκαρδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλόκαρδος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλόκαρδος < καλό- + καρδ(ιά) + -ος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈlo.kaɾ.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λό‐καρ‐δος
Επίθετο
επεξεργασίακαλόκαρδος, -η, -ο
- (κτητικό σύνθετο) που έχει «καλή καρδιά», που αγαπάει τους συνανθρώπους του κι έχει χαρούμενη διάθεση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις καλός και καρδιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλόκαρδος
|
Πηγές
επεξεργασία- καλόκαρδος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].