Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαλοκάρδιστος η ακαλοκάρδιστη το ακαλοκάρδιστο
      γενική του ακαλοκάρδιστου της ακαλοκάρδιστης του ακαλοκάρδιστου
    αιτιατική τον ακαλοκάρδιστο την ακαλοκάρδιστη το ακαλοκάρδιστο
     κλητική ακαλοκάρδιστε ακαλοκάρδιστη ακαλοκάρδιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαλοκάρδιστοι οι ακαλοκάρδιστες τα ακαλοκάρδιστα
      γενική των ακαλοκάρδιστων των ακαλοκάρδιστων των ακαλοκάρδιστων
    αιτιατική τους ακαλοκάρδιστους τις ακαλοκάρδιστες τα ακαλοκάρδιστα
     κλητική ακαλοκάρδιστοι ακαλοκάρδιστες ακαλοκάρδιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακαλοκάρδιστος < α- + καλοκαρδίζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ακαλοκάρδιστος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία