ακαλοκάρδιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαλοκάρδιστος < α- + καλοκαρδίζω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαακαλοκάρδιστος, -η, -ο
- που δεν είναι καλοκαρδισμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακαλοκάρδιστος
|