καλοκαρδισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
καλοκαρδισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλοκαρδίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλοκαρδισμένος
|
καλοκαρδισμένος, -η, -ο
|