κακόκαρδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακόκαρδος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κακόκαρδος < κακό- + καρδ(ιά) + -ος. Μορφολογικά αναλύεται σε κακό- + καρδ(ιά) + -ος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈko.kaɾ.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κό‐καρ‐δος
Επίθετο
επεξεργασίακακόκαρδος -η -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κακόκαρδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακόκαρδος
|
Πηγές
επεξεργασία- κακόκαρδος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].