↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακόκαρδος η κακόκαρδη το κακόκαρδο
      γενική του κακόκαρδου της κακόκαρδης του κακόκαρδου
    αιτιατική τον κακόκαρδο την κακόκαρδη το κακόκαρδο
     κλητική κακόκαρδε κακόκαρδη κακόκαρδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακόκαρδοι οι κακόκαρδες τα κακόκαρδα
      γενική των κακόκαρδων των κακόκαρδων των κακόκαρδων
    αιτιατική τους κακόκαρδους τις κακόκαρδες τα κακόκαρδα
     κλητική κακόκαρδοι κακόκαρδες κακόκαρδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακόκαρδος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κακόκαρδος < κακό- + καρδ(ιά) + -ος. Μορφολογικά αναλύεται σε κακό- + καρδ(ιά) + -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈko.kaɾ.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κό‐καρ‐δος

  Επίθετο

επεξεργασία

κακόκαρδος -η -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα