καλοκαρδιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλοκαρδιστικός < καλοκαρδίζω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
καλοκαρδιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον καλόκαρδο και την συμπεριφορά του
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις καλόκαρδος, καλός και καρδιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλοκαρδιστικός
|