αγίες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγίες: προφορικός τύπος του άγιες, όπως και από τον 17ο αιώνα.
- ※ στὲς ἁγίες σας τράπεζες τὸ θύμιασμα στραβαίνει (Μιχαήλ Σουμμάκης, Παστόρ φίδος, 1658 [1])
- Ο αρχαίος τύπος ονομαστικής πληθυντικού είναι αἱ ἅγιαι, η αιτιατική πληθυντικού «τὰς ἁγίας».
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈʝi.es/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γί‐ες
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααγίες
- άλλη μορφή του άγιες, ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, θηλυκού γένους του άγιος, ιδίως όταν ακολουθείται από ονόματα αγίων
- ⮡ οι αγίες Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ θυμίασμα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].