αγιασμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αγιασμός | οι | αγιασμοί |
γενική | του | αγιασμού | των | αγιασμών |
αιτιατική | τον | αγιασμό | τους | αγιασμούς |
κλητική | αγιασμέ | αγιασμοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγιασμός < ελληνιστική κοινή ἁγιασμός < ἅγιος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ʝa.ˈzmɔs/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αγιασμός αρσενικό
- η τελετή κατά την οποία αγιάζεται το νερό την ημέρα των Θεοφανίων ή κατά την έναρξη μιας περιόδου (σχολική χρονιά, κοινοβουλευτική περίοδος) ή στα εγκαίνια μιας οικοδομής, καταστήματος κλπ
- η τελετή αγιασμού, δηλαδή μετατροπής ενός αντικειμένου ή προσώπου σε κάτι το όσιο, η αγιοποίηση, ο καθαγιασμός
- το νερό που αγιάστηκε και με το οποίο ραντίζονται πιστοί και αντικείμενα
- το ράντισμα με αγίασμα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- αγιαστούρα
- αγιαστής
- αγιαστήρα
- αγιαστήρι
- αγιαστός
- αγιάζω (ραντίζω με αγιόνερο)
- αγιασματάρι
- αγιασμένος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγιασμός