Δείτε επίσης: τέλεση, τελεστής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τελετή οι τελετές
      γενική της τελετής των τελετών
    αιτιατική την τελετή τις τελετές
     κλητική τελετή τελετές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τελετή < αρχαία ελληνική τελετή < τελέω / τελῶ < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (κινώ, γυρίζω) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cérémonie)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /te.leˈti/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τελετή θηλυκό

  1. ο εορτασμός μιας επετείου ή ενός γεγονότος με επισημότητα και κάποιο τελετουργικό
  2. (θρησκεία) η τέλεση ενός μυστηρίου (βάπτισμα, γάμος κ.λπ.)

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία