↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιεροτελεστία οι ιεροτελεστίες
      γενική της ιεροτελεστίας των ιεροτελεστιών
    αιτιατική την ιεροτελεστία τις ιεροτελεστίες
     κλητική ιεροτελεστία ιεροτελεστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιεροτελεστία < ιερός + τελεστία (< τελώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιεροτελεστία θηλυκό

  • η τελετουργία
  • η πράξη που τα στάδια της γίνονται με τρόπο τελετουργικό, με ιδιαίτερη προσοχή, τήρηση κανόνων, καθορισμένη σειρά κ.λπ

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία