ιερουργία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ιερουργία < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἱερουργία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.e.ɾuɾˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ε‐ρουρ‐γί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ιερουργία θηλυκό
- (θρησκεία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ιερουργώ, η τέλεση θρησκευτικής ή παρόμοιας τελετής