ιερός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ιερός < αρχαία ελληνική ἱερός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ish₂ros
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ιερός -ή -ό
- που έχει μεγάλη θρησκευτική αξία και αντιμετωπίζεται με σεβασμό και δέος
- που έχει μεγάλη ισχύ ή θεϊκή δύναμη
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- δεν έχει ιερά και όσια, δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο: δε σέβεται τίποτα, δεν έχει ηθικές αναστολές
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ιερός