ιερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιερός | η | ιερή | το | ιερό |
γενική | του | ιερού | της | ιερής | του | ιερού |
αιτιατική | τον | ιερό | την | ιερή | το | ιερό |
κλητική | ιερέ | ιερή | ιερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιεροί | οι | ιερές | τα | ιερά |
γενική | των | ιερών | των | ιερών | των | ιερών |
αιτιατική | τους | ιερούς | τις | ιερές | τα | ιερά |
κλητική | ιεροί | ιερές | ιερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιερός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱερός[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.eˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ε‐ρός
Επίθετο
επεξεργασίαιερός -ή -ό
- που έχει μεγάλη θρησκευτική αξία και αντιμετωπίζεται με σεβασμό και δέος
- που έχει μεγάλη ισχύ ή θεϊκή δύναμη
Εκφράσεις
επεξεργασία- δεν έχει ιερά και όσια, δεν έχει ούτε ιερό, ούτε όσιο (δε σέβεται τίποτα, δεν έχει ηθικές αναστολές)
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ιερ-
ιερ-
- ιερο-, ιερ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ιερο- στο Βικιλεξικό όπως ιεροσυλία, ιερόσυλος, ιερουργία
- Πάνω από 100 λέξεις με ιερο- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
και
- ανίερα (επίρρημα)
- ανιεράρχητος
- ανίερος
- ανιεροσύνη
- αρχιερέας
- αρχιερατεία
- αρχιερατείο
- αρχιερατεύω
- αρχιερατικός
- αρχιεροσύνη
- αφιερώνω & συγγενικά
- ιερά (επίρρημα)
- ιεραποστολή
- ιεραποστολικά (επίρρημα)
- ιεραποστολικός
- ιεραπόστολος
- ιεραρχημένος
- ιεράρχης
- ιεράρχηση
- ιεραρχία
- ιεραρχικά (επίρρημα)
- ιεραρχικός
- ιεραρχώ, ιεραρχούμαι
- ιερατεία
- ιερατείο
- ιερατεύω
- ιερατικά (επίρρημα)
- ιερατικός
- ιερέας
- ιέρεια
- ιέρισσα
- ιερό (ουδέτερο)
- ιεροκρατικά (επίρρημα)
- ιεροσύνη
- ιερότητα
- ιερούργημα
- ιερουργία
- ιερουργός
- ιερωμένος
- ιερώνυμος
- καθιερώνω & συγγενικά
- πανίερος
- πανιερότητα
- πολυαρχιερατικός
- πρωθιεράρχης
- πρωθιεραρχία
- πρωθιερέας
- πρωθιέρεια
- πρωτοαρχιερέας
- υφιερέας
Δε σχετίζεται ο ἱέραξ (γεράκι).
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιερός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ιερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ιερός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)