Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιεραρχικά < ιεραρχικός +

  Επίρρημα επεξεργασία

ιεραρχικά

  1. όσον αφορά μια συγκεκριμένη ιεραρχία
    είναι ιεραρχικά ανώτερός μου
  2. ακολουθώντας μια συγκεκριμένη ιεραρχία ή ιεράρχηση
    οι στόχοι μας είναι ιεραρχικά οι ακόλουθοι: ...

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ιεραρχικά