Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιεραρχικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ιεραρχικ
ός
η
ιεραρχικ
ή
το
ιεραρχικ
ό
γενική
του
ιεραρχικ
ού
της
ιεραρχικ
ής
του
ιεραρχικ
ού
αιτιατική
τον
ιεραρχικ
ό
την
ιεραρχικ
ή
το
ιεραρχικ
ό
κλητική
ιεραρχικ
έ
ιεραρχικ
ή
ιεραρχικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ιεραρχικ
οί
οι
ιεραρχικ
ές
τα
ιεραρχικ
ά
γενική
των
ιεραρχικ
ών
των
ιεραρχικ
ών
των
ιεραρχικ
ών
αιτιατική
τους
ιεραρχικ
ούς
τις
ιεραρχικ
ές
τα
ιεραρχικ
ά
κλητική
ιεραρχικ
οί
ιεραρχικ
ές
ιεραρχικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιεραρχικός
<
μεσαιωνική ελληνική
ἱεραρχικός
<
ἱεραρχία
<
αρχαία ελληνική
ἱερεύς
+
ἄρχω
Επίθετο
επεξεργασία
ιεραρχικός
, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με
ιεραρχία
ή
ιεράρχες
, ανήκει σ’ αυτά ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
ιεραρχικά
ιεραρχικώς
→
δείτε
τις
λέξεις
ιεραρχία
,
ιεράρχης
,
ιερός
και
άρχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιεραρχικός
αγγλικά
:
hierarchical
(en)
γαλλικά
:
hiérarchique
(fr)
ισπανικά
:
jerárquico
(es)