Δείτε επίσης: ἱεραρχία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιεραρχία οι ιεραρχίες
      γενική της ιεραρχίας των ιεραρχιών
    αιτιατική την ιεραρχία τις ιεραρχίες
     κλητική ιεραρχία ιεραρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιεραρχία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱεραρχία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιεραρχία θηλυκό

  1. (εκκλησιαστικός όρος) το σύνολο των ιεραρχών μιας (ορθόδοξης) εκκλησίας
  2. (κατ’ επέκταση) οι θέσεις μιας υπηρεσίας (πολιτικής ή στρατιωτικής) που βρίσκονται σε κλιμακωτή σχέση εξάρτησης η καθεμιά από κάποια ανώτερή της
  3. (κατ’ επέκταση) η κλιμακωτή κατάταξη (προσπώπων, πραγμάτων, άυλων όντων κ.λπ.) σε βαθμίδες, από την κατώτερη προς κάποια ανώτερη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία