ενικός         πληθυντικός  
hierarchy hierarchies

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

hierarchy (en)

  • η ιεραρχία, σύνολο αξιωματούχων που εντάσσονται σε μια ιεραρχική δομή
  • ιεραρχικά οργανωμένο σύνολο