Δείτε επίσης: ἱεράρχης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιεράρχης οι ιεράρχες
      γενική του ιεράρχη των ιεραρχών
    αιτιατική τον ιεράρχη τους ιεράρχες
     κλητική ιεράρχη ιεράρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιεράρχης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱεράρχης[1] < ἱερός, ἄρχω. Συγχρονικά αναλύεται σε (ιερός) ιερ- + -άρχης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.eˈɾaɾ.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐ε‐ράρ‐χης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιεράρχης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ιερός και άρχω

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία