Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιεράρχηση οι ιεραρχήσεις
      γενική της ιεράρχησης* των ιεραρχήσεων
    αιτιατική την ιεράρχηση τις ιεραρχήσεις
     κλητική ιεράρχηση ιεραρχήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιεραρχήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιεράρχηση < ιεραρχώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιεράρχηση θηλυκό

  • το να ιεραρχεί κανείς τα πράγματα, το να βάζει σε μια συγκεκριμένη αξιολογική σειρά ένα σύνολο στοιχείων ώστε να δοθεί προτεραιότητα στο πιο επείγον ή το πιο σημαντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία