ιεραρχήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ιεραρχήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ιεραρχώ
- θα ιεραρχήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ιεραρχώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ιεραρχήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιεράρχηση