Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ιεραρχήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ιεραρχώ
  2. θα ιεραρχήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ιεραρχώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ιεραρχήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιεράρχηση