κληρικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κληρικός | οι | κληρικοί |
γενική | του | κληρικού | των | κληρικών |
αιτιατική | τον | κληρικό | τους | κληρικούς |
κλητική | κληρικέ | κληρικοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κληρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κληρικός (που έχει σχέση με κληρονομιές, επίθετο) < αρχαία ελληνική κλῆρος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κληρικός αρσενικό
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη κληρος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κληρικός
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κληρικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κλῆρ(ος) + -ικός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κληρικός, -ή, -όν (χωρίς παραθετικά)
- (ελληνιστική κοινή) που έχει σχέση με κληρονομίες
Επεξεργασία
- κληρικῶς (επίρρημα)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «κληρικός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.