Δείτε επίσης: ιερός
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἱερός ἱερᾱ́
& ἱερός
τὸ ἱερόν
      γενική τοῦ ἱεροῦ τῆς ἱερᾶς
& ἱεροῦ
τοῦ ἱεροῦ
      δοτική τῷ ἱερ τῇ ἱερ
& ἱερ
τῷ ἱερ
    αιτιατική τὸν ἱερόν τὴν ἱερᾱ́ν
& ἱερόν
τὸ ἱερόν
     κλητική ! ἱερέ ἱερᾱ́
& ἱερέ
ἱερόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἱεροί αἱ ἱεραί
& ἱεροί
τὰ ἱερᾰ́
      γενική τῶν ἱερῶν τῶν ἱερῶν
& ἱερῶν
τῶν ἱερῶν
      δοτική τοῖς ἱεροῖς ταῖς ἱεραῖς
& ἱεροῖς
τοῖς ἱεροῖς
    αιτιατική τοὺς ἱερούς τὰς ἱερᾱ́ς
& ἱερούς
τὰ ἱερᾰ́
     κλητική ! ἱεροί ἱεραί
& ἱεροί
ἱερᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἱερώ τὼ ἱερᾱ́
& ἱερώ
τὼ ἱερώ
      γεν-δοτ τοῖν ἱεροῖν τοῖν ἱεραῖν
& ἱεροῖν
τοῖν ἱεροῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μοχθηρός' όπως «μοχθηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία