ἱερός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἱερός | ἡ | ἱερᾱ́ & ἱερός |
τὸ | ἱερόν |
γενική | τοῦ | ἱεροῦ | τῆς | ἱερᾶς & ἱεροῦ |
τοῦ | ἱεροῦ |
δοτική | τῷ | ἱερῷ | τῇ | ἱερᾷ & ἱερῷ |
τῷ | ἱερῷ |
αιτιατική | τὸν | ἱερόν | τὴν | ἱερᾱ́ν & ἱερόν |
τὸ | ἱερόν |
κλητική ὦ! | ἱερέ | ἱερᾱ́ & ἱερέ |
ἱερόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἱεροί | αἱ | ἱεραί & ἱεροί |
τὰ | ἱερᾰ́ |
γενική | τῶν | ἱερῶν | τῶν | ἱερῶν & ἱερῶν |
τῶν | ἱερῶν |
δοτική | τοῖς | ἱεροῖς | ταῖς | ἱεραῖς & ἱεροῖς |
τοῖς | ἱεροῖς |
αιτιατική | τοὺς | ἱερούς | τὰς | ἱερᾱ́ς & ἱερούς |
τὰ | ἱερᾰ́ |
κλητική ὦ! | ἱεροί | ἱεραί & ἱεροί |
ἱερᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱερώ | τὼ | ἱερᾱ́ & ἱερώ |
τὼ | ἱερώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ἱεροῖν | τοῖν | ἱεραῖν & ἱεροῖν |
τοῖν | ἱεροῖν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μοχθηρός' όπως «μοχθηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἱερός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ish₂ros
Επίθετο
επεξεργασίαἱερός, ἱερά, ἱερόν & -ός, -ός, -όν
- ἰσχυρός, ἀκμαίος, θαυμάσιος, θεῖος, καθιερωμένος σε θεό
- που τελεί υπό την προστασία θεού, ή θεών
Σημειώσεις
επεξεργασία- απαντάται θηλυκό και ως ἱερός: "ἱερός ἀκτή".
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἱερός - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἱερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.