Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἱεράομαι < → δείτε τις λέξεις ἱερός και -ομαι

  Ρήμα επεξεργασία

ἱεράομαι - ἱερῶμαι (συνηρημένο)

  1. γίνομαι ιερέας
  2. υπηρετώ θεό, ή θεούς

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία