Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱερατεύω < ἱερεύς + -ευω

ἱερατεύω

  1. είμαι ιερέας, είμαι ιέρεια.
  2. είμαι λειτουργός θεού, ή θεών

Παράγωγα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • το ρήμα ἱερατεύω απαντάται μόνο σε ενεστώτα και μέλλοντα, οι άλλοι χρόνοι είναι μεταγενέστεροι, αναφέρεται από τον Λουκιανό (1, 8)