Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱεράτευμα < ἱερατεύω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἱεράτευμα ουδέτερο

  1. η ἱερωσύνη
  2. ελληνιστική : το σύνολο των ιερέων, το ἱερατεῖον

Συνώνυμα

επεξεργασία