Ετυμολογία 1

επεξεργασία
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική θεῖος θεί τὸ θεῖον
      γενική τοῦ θείου τῆς θείᾱς τοῦ θείου
      δοτική τῷ θεί τῇ θεί τῷ θεί
    αιτιατική τὸν θεῖον τὴν θείᾱν τὸ θεῖον
     κλητική ! θεῖε θεί θεῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ θεῖοι αἱ θεῖαι τὰ θεῖ
      γενική τῶν θείων τῶν θείων τῶν θείων
      δοτική τοῖς θείοις ταῖς θείαις τοῖς θείοις
    αιτιατική τοὺς θείους τὰς θείᾱς τὰ θεῖ
     κλητική ! θεῖοι θεῖαι θεῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θείω τὼ θεί τὼ θείω
      γεν-δοτ τοῖν θείοιν τοῖν θείαιν τοῖν θείοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
θεῖος < *θέσ-ιος < θεός. Μορφολογικά αναλύεται σε θε(ός) + -ιος

  Επίθετο

επεξεργασία

θεῖος, θεία, θεῖον

  1. θεϊκός
  2. αφιερωμένος στον Θεό
  3. ιερός, άγιος
  4. θεσπέσιος, εξαιρετικός
  5. υπερφυσικός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θεῖος οἱ θεῖοι
      γενική τοῦ θείου τῶν θείων
      δοτική τῷ θεί τοῖς θείοις
    αιτιατική τὸν θεῖον τοὺς θείους
     κλητική ! θεῖε θεῖοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θείω
γεν-δοτ τοῖν  θείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
θεῖος < ἠθεῖος (τιμημένος) ή τήθη (γιαγιά) ή τίτθη (εκείνη που θηλάζει) ή τιθήνη (τροφός)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεῖος αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «θείος2» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.