αφιερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίααφιερωμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου αφιερώνω
- (ουσιαστικοποιημένο) (ιστορία) προσωνυμία που δινόταν στα μέλη του έκτου βαθμού της Φιλικής Εταιρείας
- → προηγούμενος βαθμός: αρχιποιμένας
- → επόμενος βαθμός: Αρχηγός των αφιερωμένων