προσωνυμία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προσωνυμία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσωνυμία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προσωνυμία θηλυκό
- όνομα που προστίθεται σε ένα πρόσωπο και έχει σχέση με κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα του προσώπου αυτού
- «Ηρακλής νικητής», προσωνυμία του Ηρακλή στην αρχαία Ρώμη.