αρχιποιμένας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αρχιποιμένας < μεσαιωνική ελληνική αρχιποιμένας < ελληνιστική κοινή ἀρχιποίμην
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρχιποιμένας αρσενικό
- (θρησκεία) αρχιεπίσκοπος ή άλλος υψηλά ιστάμενος εκκλησιαστικός παράγοντας
- ειδικότερα, ιστορία, προσωνυμία που δινόταν στα μέλη του πέμπτου βαθμού της Φιλικής Εταιρείας
- → προηγούμενος βαθμός: ποιμένας
- → επόμενος βαθμός: αφιερωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρχιποιμένας
|