ιστάμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιστάμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱστάμενος, μετοχή ενεστώτα του μέσου ρήματος ἵσταμαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈsta.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐στά‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαιστάμενος, ιστάμενη / ισταμένη, ιστάμενο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- (κυριολεκτικά) που στέκεται, που βρίσκεται
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιστάμενος
|
Πηγές
επεξεργασία- ιστάμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ιστάμενος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)