υφιστάμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
υφιστάμενος, θηλυκο υφιστάμενη και υφισταμένη, υφιστάμενο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη υφίσταμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
που υφίσταται
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υφιστάμενος | οι | υφιστάμενοι |
γενική | του | υφιστάμενου & υφισταμένου |
των | υφιστάμενων & υφισταμένων |
αιτιατική | τον | υφιστάμενο | τους | υφιστάμενους & υφισταμένους |
κλητική | υφιστάμενε | υφιστάμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
υφιστάμενος αρσενικό και υφισταμένη θηλυκό (αδόκιμο στο ουδέτερο)
- ο κατώτερος υπάλληλος, αυτός που παίρνει εντολές και ελέγχεται από τον προϊστάμενό του
- ούτε ο υπουργός ούτε οι υφιστάμενοί του στο υπουργείο γνώριζαν κάτι για το θέμα
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υφιστάμενος