Επίθετο

επεξεργασία

associate (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. συνδεδεμένος, χωρίς πλήρη δικαιώματα ή προνόμια
    associate member - συνδεδεμένο μέλος
    associate professor - αναπληρωτής καθηγητής
  2. πρόσεδρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
associate associates

associate (en)

  1. η συντροφιά, ο σύντροφος, ο φίλος
  2. κάποιος που συμμετέχει σε μια ένωση χωρίς πλήρη δικαιώματα
ενεστώτας associate
γ΄ ενικό ενεστώτα associates
αόριστος associated
παθητική μετοχή associated
ενεργητική μετοχή associating

associate (en)

  1. (μεταβατικό) συνδέω, συσχετίζω δύο έννοιες, παραστάσεις, γεγονότα ή πρόσωπα, με βάση τη λογική ή τη συνειρμική τους συνάφεια
    ⮡  I always associate Paris with the spring.
    Πάντα συνδέω το Παρίσι με την άνοιξη.
    ⮡  These two problems are not associated at all.
    Αυτά τα δύο προβλήματα δεν συνδέονται καθόλου.
    ⮡  They associated the increase in crime with violent movies on TV.
    Συσχέτισαν την αύξηση της εγκληματικότητας με τις ταινίες βίας στην τηλεόραση.
    ⮡  I always associate the Christmas holidays with my childhood.
    Τις γιορτές των Χριστουγέννων τις συσχετίζω πάντα με τα παιδικά μου χρόνια.
     συνώνυμα:  connect, link, relate και relate to
  2. (αμετάβατο) συναναστρέφομαι, κάνω παρέα, έχω κοινωνικές σχέσεις
    ⮡  If you associate with bums, you’ll end up becoming one yourself.
    Αν συναναστρέφεσαι με αλήτες θα καταλήξεις να γίνεις και συ τέτοιος.
    ⮡  He associates with all sorts of people.
    Κάνει παρέα με κάθε λογής ανθρώπους.
  3. (μεταβατικό) συμμετέχω ως συνεταίρος, φίλος, σύμμαχος
  4. συσχετίζω στο μυαλό μου ή τη φαντασία μου

κατάλληλες προθέσεις

επεξεργασία

το to είναι επίσης σωστό, όμως το with είναι η νοηματικά βέλτιστη επιλογή

  • associate with
  • associate to