associate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαassociate (en) (χωρίς παραθετικά)
- συνδεδεμένος, χωρίς πλήρη δικαιώματα ή προνόμια
- associate member - συνδεδεμένο μέλος
- associate professor - αναπληρωτής καθηγητής
- πρόσεδρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
associate | associates |
associate (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | associate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | associates |
αόριστος | associated |
παθητική μετοχή | associated |
ενεργητική μετοχή | associating |
associate (en)
- (μεταβατικό) συνδέω, συσχετίζω δύο έννοιες, παραστάσεις, γεγονότα ή πρόσωπα, με βάση τη λογική ή τη συνειρμική τους συνάφεια
- ⮡ I always associate Paris with the spring.
- Πάντα συνδέω το Παρίσι με την άνοιξη.
- ⮡ These two problems are not associated at all.
- Αυτά τα δύο προβλήματα δεν συνδέονται καθόλου.
- ⮡ They associated the increase in crime with violent movies on TV.
- Συσχέτισαν την αύξηση της εγκληματικότητας με τις ταινίες βίας στην τηλεόραση.
- ⮡ I always associate the Christmas holidays with my childhood.
- Τις γιορτές των Χριστουγέννων τις συσχετίζω πάντα με τα παιδικά μου χρόνια.
- ≈ συνώνυμα: connect, link, relate και relate to
- ⮡ I always associate Paris with the spring.
- (αμετάβατο) συναναστρέφομαι, κάνω παρέα, έχω κοινωνικές σχέσεις
- ⮡ If you associate with bums, you’ll end up becoming one yourself.
- Αν συναναστρέφεσαι με αλήτες θα καταλήξεις να γίνεις και συ τέτοιος.
- ⮡ He associates with all sorts of people.
- Κάνει παρέα με κάθε λογής ανθρώπους.
- ⮡ If you associate with bums, you’ll end up becoming one yourself.
- (μεταβατικό) συμμετέχω ως συνεταίρος, φίλος, σύμμαχος
- συσχετίζω στο μυαλό μου ή τη φαντασία μου
κατάλληλες προθέσεις
επεξεργασίατο to είναι επίσης σωστό, όμως το with είναι η νοηματικά βέλτιστη επιλογή
- associate with
- associate to