ενεστώτας connect
γ΄ ενικό ενεστώτα connects
αόριστος connected
παθητική μετοχή connected
ενεργητική μετοχή connecting

connect (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συνδέω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα· συνδέομαι, ενώνομαι, επικοινωνώ
    ⮡  a train which connects ten towns - τρένο που συνδέει δέκα πόλεις
    ⮡  I connected the two pieces of wood.
    Συνέδεσα/Ένωσα τα δύο ξύλα.
    ⮡  Athens is connected to Chalkida by car and by train.
    Η Αθήνα συνδέεται με τη Χαλκίδα οδικώς και σιδηροδρομικώς.
    ⮡  The river connects with the Danube near Vienna.
    Αυτό το ποτάμι ενώνεται με το Δούναβη κοντά στη Βιέννη.
    ⮡  The room directly connects to the courtyard.
    Το δωμάτιο επικοινωνεί άμεσα με την αυλή.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) συνδέω στο διαδίκτυο
    ⮡  The internet connects people from all over the world.
    Το διαδίκτυο συνδέει ανθρώπους από όλο τον κόσμο.
  3. (μεταβατικό) συνδέω, παρατηρώ ή κάνω μια σύνδεση μεταξύ ανθρώπων, πραγμάτων, γεγονότων κτλ.
    ⮡  The concepts of duty and right are closely connected to each other.
    Οι έννοιες καθήκον και δικαίωμα συνδέονται στενά μεταξύ τους.
    ⮡  Don’t connect those two events, they are completely unrelated.
    Μη συνδέεις αυτά τα δύο γεγονότα, είναι εντελώς άσχετα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη associate
  4. (αμετάβατο) μετεπιβιβάζω, η μετεπιβίβαση, φτάνω με λεωφορείο, αεροπλάνο, τρένο κτλ. λίγο πριν φύγει ένα άλλο για να μπορώ να αλλάξω από το ένα στο άλλο
    ⮡  connecting flights - πτήσεις μετεπιβίβασης