μετεπιβιβάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετεπιβιβάζω < μετ- + επιβιβάζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reembark)
Ρήμα
επεξεργασίαμετεπιβιβάζω (παθητική φωνή: μετεπιβιβάζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- μετεπιβίβαση
- → δείτε τις λέξεις επιβιβάζω και βαίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετεπιβιβάζω | μετεπιβίβαζα | θα μετεπιβιβάζω | να μετεπιβιβάζω | μετεπιβιβάζοντας | |
β' ενικ. | μετεπιβιβάζεις | μετεπιβίβαζες | θα μετεπιβιβάζεις | να μετεπιβιβάζεις | μετεπιβίβαζε | |
γ' ενικ. | μετεπιβιβάζει | μετεπιβίβαζε | θα μετεπιβιβάζει | να μετεπιβιβάζει | ||
α' πληθ. | μετεπιβιβάζουμε | μετεπιβιβάζαμε | θα μετεπιβιβάζουμε | να μετεπιβιβάζουμε | ||
β' πληθ. | μετεπιβιβάζετε | μετεπιβιβάζατε | θα μετεπιβιβάζετε | να μετεπιβιβάζετε | μετεπιβιβάζετε | |
γ' πληθ. | μετεπιβιβάζουν(ε) | μετεπιβίβαζαν μετεπιβιβάζαν(ε) |
θα μετεπιβιβάζουν(ε) | να μετεπιβιβάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετεπιβίβασα | θα μετεπιβιβάσω | να μετεπιβιβάσω | μετεπιβιβάσει | ||
β' ενικ. | μετεπιβίβασες | θα μετεπιβιβάσεις | να μετεπιβιβάσεις | μετεπιβίβασε | ||
γ' ενικ. | μετεπιβίβασε | θα μετεπιβιβάσει | να μετεπιβιβάσει | |||
α' πληθ. | μετεπιβιβάσαμε | θα μετεπιβιβάσουμε | να μετεπιβιβάσουμε | |||
β' πληθ. | μετεπιβιβάσατε | θα μετεπιβιβάσετε | να μετεπιβιβάσετε | μετεπιβιβάστε | ||
γ' πληθ. | μετεπιβίβασαν μετεπιβιβάσαν(ε) |
θα μετεπιβιβάσουν(ε) | να μετεπιβιβάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μετεπιβιβάσει | είχα μετεπιβιβάσει | θα έχω μετεπιβιβάσει | να έχω μετεπιβιβάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μετεπιβιβάσει | είχες μετεπιβιβάσει | θα έχεις μετεπιβιβάσει | να έχεις μετεπιβιβάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μετεπιβιβάσει | είχε μετεπιβιβάσει | θα έχει μετεπιβιβάσει | να έχει μετεπιβιβάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μετεπιβιβάσει | είχαμε μετεπιβιβάσει | θα έχουμε μετεπιβιβάσει | να έχουμε μετεπιβιβάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μετεπιβιβάσει | είχατε μετεπιβιβάσει | θα έχετε μετεπιβιβάσει | να έχετε μετεπιβιβάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μετεπιβιβάσει | είχαν μετεπιβιβάσει | θα έχουν μετεπιβιβάσει | να έχουν μετεπιβιβάσει |
|