Ετυμολογία

επεξεργασία
μετεπιβιβάζω < μετ- + επιβιβάζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reembark)

μετεπιβιβάζω (παθητική φωνή: μετεπιβιβάζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία