μετεπιβίβαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετεπιβίβαση | οι | μετεπιβιβάσεις |
γενική | της | μετεπιβίβασης* | των | μετεπιβιβάσεων |
αιτιατική | τη | μετεπιβίβαση | τις | μετεπιβιβάσεις |
κλητική | μετεπιβίβαση | μετεπιβιβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετεπιβιβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετεπιβίβαση < μετεπιβιβάζω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reembarkation)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετεπιβίβαση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μετεπιβιβάζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μετεπιβιβάζω, επιβιβάζω και βαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετεπιβίβαση