connectivity
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- connectivity < connectiv(e) + -ity
Ουσιαστικό επεξεργασία
connectivity (en)
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- Java DataBase Connectivity (JDBC)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ από αναζήτηση «connectivity» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.