Το περιεχόμενο αυτής της σελίδας χρειάζεται αναθεώρηση. Μπορείτε να βρείτε ή να αφήσετε σχόλια στη σελίδα συζήτησης «συνδεσιμότητα».

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνδεσιμότητα οι συνδεσιμότητες
      γενική της συνδεσιμότητας των συνδεσιμοτήτων
    αιτιατική τη συνδεσιμότητα τις συνδεσιμότητες
     κλητική συνδεσιμότητα συνδεσιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνδεσιμότητα θηλυκό

  1. η κατάσταση της σύνδεσης
  2. (τηλεπικοινωνίες) η δυνατότητα σύνδεσης μεταξύ δύο ή περισσότερων σημείων σε ένα δίκτυο

  Μεταφράσεις επεξεργασία