συνδεσιμότητα
![]() |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συνδεσιμότητα θηλυκό
- η κατάσταση της σύνδεσης
- (τηλεπικοινωνίες) η δυνατότητα σύνδεσης μεταξύ δύο ή περισσότερων σημείων σε ένα δίκτυο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνδεσιμότητα