ενικός         πληθυντικός  
connection connections

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kəˈnɛkʃən/ (βρετανικό)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

connection (en)

  1. σύνδεση
     αντώνυμα: disconnection
  2. σχέση
    ⮡  — What's the connection between them? — They're mother and daughter.
    — Ποια είναι η σχέση μεταξύ τους; — Είναι μητέρα και κόρη.
     συνώνυμα: relationship → και δείτε τη λέξη relation

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία