connection
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
connection | connections |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαconnection (en)
- σύνδεση
- σχέση
- ⮡ — What's the connection between them? — They're mother and daughter.
- — Ποια είναι η σχέση μεταξύ τους; — Είναι μητέρα και κόρη.
- ≈ συνώνυμα: relationship → και δείτε τη λέξη relation
- ⮡ — What's the connection between them? — They're mother and daughter.