Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

connectionless < connection + -less

  Επίθετο επεξεργασία

connectionless (en)

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 «ασυνδεσιμικός», «ασυνδεσιστρεφής» από αναζήτηση «connectionless» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. (αγγλικά) Connectionless Protocol. Προσπέλαση 2020-05-05
  3. (αγγλικά) Connectionless. Προσπέλαση 2020-05-05
  4. (αγγλικά) Difference between Connection-oriented and Connection-less Services. Προσπέλαση 2020-05-08