connexion
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
connexion | connexions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαconnexion (en)
- → δείτε τη λέξη connection
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
connexion | connexions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαconnexion (fr) θηλυκό
- η σύνδεση