ενικός         πληθυντικός  
disconnection disconnections

  Ετυμολογία

επεξεργασία
disconnection < dis- + connection

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌdɪs.kəˈnek.ʃən/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

disconnection (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • αποσύνδεση
    ⮡  She hopes for a gradual disconnection from the organisation. She doesn't agree with their policies anymore.
    Αυτή, ελπίζει για μια βαθμιαία αποσύνδεση από τον οργανισμό. Δε συμφωνεί πλέον με τις πολιτικές τους.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία