connected
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | connected |
συγκριτικός | more connected |
υπερθετικός | most connected |
connected (en)
- συνδέομαι, για δύο ή περισσότερα πράγματα ή άτομα που έχουν σύνδεσμο μεταξύ τους
- ⮡ He was connected with us by marriage.
- Συνδέεται μαζί μας διά γάμου.
- ⮡ He was connected with us by marriage.
Σύνθετα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαconnected (en)